- ἁμίλλας
- ἁμίλλᾱς , ἅμιλλαcontest for superiorityfem acc plἁμίλλᾱς , ἅμιλλαcontest for superiorityfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek
εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… … Dictionary of Greek
παράμιλλος — ον, Α 1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος 2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμιλλα] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek